- θετικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. συγκεκριμένος, χειροπιαστός, βέβαιος, πραγματικός: Θετική βοήθεια. – Οι έρευνες δεν απέδωσαν τίποτε το θετικό. – Θετικό κέρδος.2. καταφατικός: Πήρα θετική απάντηση.3. «θετική εικόνα», φωτογραφία εικόνας αντίθετη της αρνητικής· «θετικός άνθρωπος», άνθρωπος στον οποίο μπορεί να στηριχτεί κανείς· «θετικός ηλεκτρισμός»· «θετικός πόλος μαγνήτη», ο βόρειος πόλος· «θετικός αριθμός», φυσικός αριθμός ακέραιος ή κλασματικός μεγαλύτερος από το μηδέν· «θετικός βαθμός», πρώτος βαθμός των επιθέτων ή επιρρημάτων στη σύγκριση· «θετική φιλοσοφία», ο θετικισμός· «θετικό δίκαιο», αυτό που θεσπίζουν οι άνθρωποι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.